συνηρέτης

συνηρέτης
και αττ. τ. ξυνηρέτης, ὁ, Α
(κατά τον Φώτ.) «σύμφωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ηρέτης (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. ὑπ-ηρέτης. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνηρετώ — και αττ. τ. ξυνηρετῶ, έω, Α [συνηρέτης] 1. κωπηλατώ από κοινού με άλλον 2. μτφ. α) βοηθώ κάποιον να κάνει κάτι, συνεργώ β) συμφωνώ με κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”